δισκάριο

δισκάριο
δισκάριο το
см. δίσκος

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δισκάριο" в других словарях:

  • δισκάριο — το σκεύος που χρησιμοποιείται στη Θεία Λειτουργία και επάνω στο οποίο τοποθετείται ο άγιος άρτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δισκάρι — το (AM δισκάριον) [δίσκος] μικρός δίσκος μσν. νεοελλ. εκκλ. δισκάριο(ν) ή «άγιο δισκάριο(ν)» λειτουργικό σκεύος, δίσκος όπου τοποθετείται ο άρτος τής προσφοράς κατά την τέλεση τής θείας λειτουργίας νεοελλ. «δισκάρι βουνού» επίπεδος τόπος σε βουνό …   Dictionary of Greek

  • δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… …   Dictionary of Greek

  • προσκομιδή — η, ΝΜΑ [προσκομίζω] 1. η πράξη τού προσκομίζω, η προσαγωγή 2. προσφορά 3. αυτό που προσκομίζεται 4. εκκλ. α) η μεταφορά τών τιμίων δώρων από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα β) (με ευρύτερη σημ.) η πρόθεση και η ιδιαίτερη ακολουθία, κατά την οποία,… …   Dictionary of Greek

  • τρέμουσα — η, Ν 1. μικρό δισκάριο από γυαλιστερό μέταλλο για διακόσμηση ενδυμάτων, η πούλια 2. μετάλλινη κυματοειδής τυπογραφική γραμμή, η οποία χρησιμεύει ως διαχωριστική γραμμή ή ως υπογράμμιση πλάγιου υπερτίτλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βυζαντινό Πάφου (Κύπρου) — Ιδρύθηκε το 1983 και φιλοξενείται από το 1989 στην ανατολική πτέρυγα της Αρχιεπισκοπής (οδός Αγίου Θεοδώρου). Μετά το Βυζαντινό Μουσείο της Λευκωσίας είναι το δεύτερο σπουδαιότερο στο είδος του μουσείο της Κύπρου. Η μεγάλη αίθουσα αριστερά της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»